κακοπρόφερτος

κακοπρόφερτος
-η, -ο
αυτός που με δυσκολία προφέρεται: Στα βόρεια ιδιώματα υπάρχουν πολλές λέξεις κακοπρόφερτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοπρόφερτος — η, ο 1. αυτός που δεν προφέρεται καλά 2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρ. Μαγδάνη] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”